- λαβάντουλα
- ηβοτ. η λεβάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lavandula < νεολατ. lavandula < μσν. λατ. lavandula].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… … Dictionary of Greek
μαυροκέφαλο — και μαυροκεφάλι, το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Lavandula stoechas τού γένους λαβάντουλα, γνωστότερο ως αγριολεβάντα … Dictionary of Greek
χειλανθή — Μία από τις πολυάρθιμες οικογένειες των δικοτυλήδονων φυτών, γνωστή και ως οικογένεια των λαμπιατών. Τα χ. είναι όλα σχεδόν ποώδη ή φρυγανώδη, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών. Πολλά είδη τους φυτρώνουν στις παραμεσόγειες περιοχές, από την Ιβηρική… … Dictionary of Greek
ψευδόναρδος — ἡ, Α είδος τού φυτού λαβαντούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + νάρδος) … Dictionary of Greek